- τετράδυμος
- τετρά-δυμος, vierfaltig, vierfach, nach δίδυμος gebildet
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τετράδυμος — η, ο / τετράδυμος, ον, Α αυτός που γεννήθηκε μαζί με τρεις άλλους συγχρόνως και από την ίδια μητέρα, καθένας από τους τέσσερεις αδελφούς που γεννήθηκαν στην ίδια γέννα νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το τετράδυμο ανατ. τα τέσσερα υποστρόγγυλα επάρματα … Dictionary of Greek
τετράδυμος — η, ο 1. αυτός που γεννήθηκε μαζί με τρία άλλα αδέρφια του (και από την ίδια μητέρα). 2. ο πληθ. ουδ. ως ουσ., τετράδυμα τέσσερα αδέρφια που γεννήθηκαν μαζί. 3. το ουδ. ως ουσ., τετράδυμο η ραχιαία επιφάνεια του μέσου εγκεφάλου, που διαιρείται με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετράδυμα — τετράδυμος fourfold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράδυμοι — τετράδυμος fourfold masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετραδυμίτης — ο, Ν (ορυκτ.) θειούχο ορυκτό τού βισμουθίου και τού τελλουρίου το οποίο απαντά συνήθως σε χρυσοφόρες φλέβες χαλαζία και σε κοιτάσματα από μεταμόρφωση επαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ αγγλ. tetradymite < τετράδυμος + κατάλ. ίτης. Η λ.… … Dictionary of Greek